- καλαθοειδής
- κᾰλᾰθο-ειδής, ές,A basket-shaped, narrow at the base, Cleom.2.2, Gal.18(1).822, Theo Sm.p.196H., Simp.in Cael.546.31. Adv.
-δῶς Heraclit.All.46
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-δῶς Heraclit.All.46
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαθοειδής — καλαθοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα καλαθιού, ο στενός στη βάση του. επίρρ... καλαθοειδῶς (Α) με σχήμα ή μορφή καλαθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] … Dictionary of Greek
καλαθοειδής — basket shaped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθοειδῆ — καλαθοειδής basket shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καλαθοειδής basket shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καλαθοειδής basket shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθοειδεῖ — καλαθοειδής basket shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καλαθοειδής basket shaped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθοειδές — καλαθοειδής basket shaped masc/fem voc sg καλαθοειδής basket shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθοειδοῦς — καλαθοειδής basket shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθοειδῶς — καλαθοειδής basket shaped adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαθος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 380 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, ΒΔ της Λίνδου και σε απόσταση 50 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδιων. * * * ο (AM κάλαθος) καλάθι*, κάνιστρο με… … Dictionary of Greek